ψυχανεμίζομαι

ψυχανεμίζομαι
Ν
(αποθ.) προαισθάνομαι ή υποψιάζομαι κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + άνεμος + κατάλ. -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψυχανεμίζομαι — ψυχανεμίζομαι, ψυχανεμίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψυχανεμίζομαι — ψυχανεμίστηκα, υποψιάζομαι κάτι, μυρίζομαι, μυγιάζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεμίζω — (Μ ἀνεμίζω) Ι. ενεργ. σείω κάτι στον άνεμο, κινώ στον αέρα νεοελλ. 1. (για σιτάρι, σταφίδα κ.λπ.) ρίχνω ψηλά ώστε με τη βοήθεια του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, λιχνίζω 2. (αμτβ.) (για ύφασμα ή άλλο ελαφρό υλικό) σείομαι… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ανεμίζω — ανεμίζω, ανέμισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ανεμίζω : κινώ κάτι (π.χ. σημαία) ή κινούμαι στον αέρα. Ο παθητικός τύπος ανεμίζομαι που αναφέρεται στα λεξικά είναι πολύ σπάνιος (δες κυρίως ψυχανεμίζομαι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”